υστερόληπτος

υστερόληπτος
-ον, Α
1. αυτός που δίνεται και ύστερα λαμβάνεται πάλι
2. (κατ' επέκτ.) (για λόγο, υπόσχεση ή απόφαση) αυτός που ανακαλείται, παλινάγρετος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νεό-ληπτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑστερόληπτον — ὑστερόληπτος masc/fem acc sg ὑστερόληπτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”