- υστερόληπτος
- -ον, Α1. αυτός που δίνεται και ύστερα λαμβάνεται πάλι2. (κατ' επέκτ.) (για λόγο, υπόσχεση ή απόφαση) αυτός που ανακαλείται, παλινάγρετος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νεό-ληπτος].
Dictionary of Greek. 2013.